Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ σιτώδη

См. также в других словарях:

  • σιτώδη — σιτώδης like corn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σιτώδης like corn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σιτώδης like corn masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτώδης — ες / σιτώδης, ῶδες, ΝΑ [σῑτος] όμοιος με σιτάρι, σιτοειδής αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σιτώδη τα σιτηρά …   Dictionary of Greek

  • αγρωστοειδή — αγρωστοειδή, τα και αγρωστώδη, τα (επίσης σιτηρά ή σιτώδη), μεγάλη οικογένεια ετήσιων, συνήθως, φυτών της τάξης των λεπυρανθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»